- εβραίϊκα
- 1. τα1) еврейский язык; 2) еврейские кварталы; 2. επίρρ. по-еврейски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εβραίικος — η, ο 1. εβραϊκός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εβραίικα α) η εβραϊκή γλώσσα β) η εβραϊκή θρησκεία γ) η συνοικία ή τα καταστήματα τών Εβραίων 3. φρ. «εβραίικα παζάρια» επίμονες διαπραγματεύσεις για την τιμή ενός εμπορεύματος … Dictionary of Greek
εβραίικος — η, ο επίρρ. α 1. εβραϊκός (βλ. λ.). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εβραίικα η εβραϊκή γλώσσα ή η συνοικία των Εβραίων ή η περιοχή των εβραϊκών καταστημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)